Το ζευγάρι της ιστορίας μου
γνωρίστηκε στο Γυμνάσιο, τη χρονιά του 1975.Με την πρώτη ματιά ερωτευτήκανε αλλά δεν τολμούσε ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος να κάνει
την πρώτη κίνηση. Ο καιρός περνούσε και ήρθε η ώρα να πούνε αντίο στη χρονιά που πέρασε.
Έγινε ένα μεγάλο πάρτι κι εκεί τα δύο παιδιά ήρθανε πιό κοντά και καταλήξανε επιτέλους μαζί. Ο έρωτάς τους ήταν δυνατός και άντεξε τα πάντα. Ακόμα κι όταν ήταν χωριστά για 4 χρόνια που σπουδάζανε σε διαφορετικές πόλεις, ακόμα κι όταν το αγόρι έφυγε φια φαντάρος και ζήσανε άλλον ένα ενάμισι χρόνο χωριστά.
Όταν τελειώσανε όλα αυτά όμως ορκιστήκανε οτι δεν θα ξαναζήσουνε χωριστά ποτέ ξανά. Αποφασίσανε να παντρευτούνε αλλά πρίν απο αυτό θα ζούσανε για λίγο καιρό μαζί μέχρι να ετοιμαστούν όλα για το γάμο. Η μετακόμιση έγινε και για πρώτη φορά μετά απο τόσα χρόνια ήταν μαζί στο σπίτι τους και τίποτα πια δεν θα τους κρατούσε χωριστά. Το πρώτο τους βράδυ το περάσανε να συζητάνε για το μέλλον τους να κάνουνε σχέδια και έρωτα.
Το δεύτερο βράδυ πέσανε στο κρεβάτι τους μέσα στην απόλυτη ευτυχία. Μέσα στη νύχτα όμως το αγόρι άκουσε κάτι που δεν ήταν γνώριμος ήχος. Ξύπνησε και σηκώθηκε απο το κρεβάτι του να δεί τι ακριβώς ήτανε, πήγε να βγεί απο το δωμάτιο αλλά έξω απο το δωμάτιο δεν ακουγόταν τίποτα. Μπαίνει πάλι μέσα και άκουγε πάλι το ίδιο, δεν μπορούσε να καταλάβει ήτανε και απο που ερχότανε. Ηταν σαν ζώο που ανάσαινε βαριά. Αποφάσισε να ξυπνήσει την κοπέλα του και να βγούνε μαζί απο το δωμάτιο, δεν ήθελε να την αφήσει μόνη της.
Πλησίασε σιγά σιγά για να μην την τρομάξει και με τρόμο συνηδητοποίησε οτι ο ήχος έρχεται απο την αγαπημένη του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινότανε, την κοιτούσε ξανά και ξανά και όμως φαινότανε τόσο γαλήνια, και αυτός ο ήχος, τρομακτικός.
Τι να συμβαίνει άραγε σκεφτότανε. Την άλλη μέρα δεν είπε τίποτα στην κοπέλα περίμενε να έρθει το βράδυ να δεί αν θα ξαναγίνει το ίδιο ή αν όλα αυτά τα ονειρεύτηκε. Δυστυχώς όμως το ίδιο πράγμα συνεχίστηκε και το επόμενο βράδυ και το επόμενο και το παραεπόμενο, μέχρι που το παιδί άρχισε να το συνηθίζει και κοιμότανε και ο ίδιος δίπλα στη κοπέλα του σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
Για πολύ καιρό όλα ήταν παραπάνω απο καλά και ο καιρός πλησίαζε για το γάμο, οι προετοιμασίες είχαν ολοκληρωθεί και σε 2 Κυριακές ήταν το ευτυχές γεγονός. Ενα βράδυ λοιπόν που πέφτουν για ύπνο το αγόρι είχε πολύ ανήσυχο ύπνο, έβλεπε εφιάλτες και ακριβώς στις 3 η ώρα τα μεσάνυχτα, πετάχτηκε απο τον ύπνο του ιδρωμένος και τρομοκρατημένος με αυτά που είχε δεί. Το ίδιο συνεχίστηκε κάθε βράδυ και ακριβώς στις 3 η ώρα πεταγότανε απο τον ύπνο του. Του είχε φανεί παράξενο βέβαια που η κοπέλα του παρόλο που ξυπνούσε εκείνος μες στις φωνές εκείνη ποτέ δεν είχε καταλάβει τίποτα.
Το αγόρι είχε αρχίσει να μην νοιώθει καλά με όλη αυτή την κατάσταση αλλά παρόλο που ακόμα και η ίδια του η κοπέλα τον τρόμαζε βγάζοντας αυτό τον ήχο δεν ήθελε να της πεί τίποτα. Αποφάσισε να πάει σε κάποιον που ήξερε απο αυτά, είχε πειστεί πλέον οτι κάτι τους κυνηγάει κάποιο πνεύμα ήθελε να τους κάνει κακό. Αλλά όλα με τη σειρά τους σκέφτηκε πρώτα ήθελε να γίνει ο γάμος και μετά όλα τα άλλα.
Παραμονή του γάμου και το παιδί είχε εξαντληθεί, δεν κοιμότανε καλά. Αποφάσισε να πάρει κάποιο φάρμακο να κοιμηθεί για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της επόμενης
μέρας, μόνο που αυτή τη φορά το όνειρο ήταν πολύ αληθινό. Το σκηνικό ήταν το ίδιο, έβλεπε ανθρώπους παλουκωμένους ακόμα ζωντανούς να ουρλιάζουν για την ζωή τους, βασανιστήρια και αίμα παντού να κυλάει σαν ποτάμι ανάμεσα απο τα πόδια του, και ήταν όλοι άντρες μόνο άντρες παθαίνανε όλα αυτά τα δεινά.
Σε μια στιγμή βλέπει μια γυναίκα να τον πλησιάζει και να του λέει ''Μην παντρευτείς αυριο αυτή τη γυναίκα αν θέλεις να ζήσεις''
''Γιατί'' ρώτησε το αγόρι '' είμαι πολύ ευτυχισμένος μαζί της, την αγαπάω''
''Ολοι αυτοί που βλέπεις να βασανίζονται γύρω σου, κάποτε ήταν κι αυτοί ευτυχισμένοι μαζί της και εκείνους τους είχα προειδοποιήσει αλλά κανείς μέχρι σήμερα δεν με άκουσε και τώρα βασανίζονται αιώνια''
''Μα ποια είσαι?''
''Δεν έχει σημασία ποιά είμαι εγώ, σημασία έχει με ποια έχεις να κάνεις εσύ, σήκω και φύγε πριν να είναι αργά''
Συνέχισε να βλέπει όλη αυτή τη φρίκη γύρω του και δεν μπορούσε άλλο. Πετάχτηκε από τον ύπνο του και αντίκρισε κάτι απρόσμενο, η κοπέλα του ήταν ξύπνια και ήταν ακριβώς από πάνω του και τον κοιτούσε με βλέμμα που ποτέ δεν τον είχε ξανακοιτάξει και του λέει ''ετοιμάζεσαι να φύγεις?''
''Όχι'' της απάντησε το παιδί
Την άλλη μέρα όλοι είχαν πάει στο γάμο και όλα ήταν έτοιμα. Το αγόρι όμως έφυγε την ώρα που η αγαπημένη ξανακοιμήθηκε και δεν κοίταξε πίσω του.
Όταν ξύπνησε η κοπέλα και κατάλαβε ότι το αγόρι είχε φύγει δεν μπορούσε να το πιστέψει έπρεπε να βρεί γρήγορα κάποιον άλλο να την ερωτευτεί γιατί αλλιώς ο καιρός έφτανε κι εκείνη έπρεπε να πιεί το αίμα του αν ήθελε να ζήσει.
Έγινε ένα μεγάλο πάρτι κι εκεί τα δύο παιδιά ήρθανε πιό κοντά και καταλήξανε επιτέλους μαζί. Ο έρωτάς τους ήταν δυνατός και άντεξε τα πάντα. Ακόμα κι όταν ήταν χωριστά για 4 χρόνια που σπουδάζανε σε διαφορετικές πόλεις, ακόμα κι όταν το αγόρι έφυγε φια φαντάρος και ζήσανε άλλον ένα ενάμισι χρόνο χωριστά.
Όταν τελειώσανε όλα αυτά όμως ορκιστήκανε οτι δεν θα ξαναζήσουνε χωριστά ποτέ ξανά. Αποφασίσανε να παντρευτούνε αλλά πρίν απο αυτό θα ζούσανε για λίγο καιρό μαζί μέχρι να ετοιμαστούν όλα για το γάμο. Η μετακόμιση έγινε και για πρώτη φορά μετά απο τόσα χρόνια ήταν μαζί στο σπίτι τους και τίποτα πια δεν θα τους κρατούσε χωριστά. Το πρώτο τους βράδυ το περάσανε να συζητάνε για το μέλλον τους να κάνουνε σχέδια και έρωτα.
Το δεύτερο βράδυ πέσανε στο κρεβάτι τους μέσα στην απόλυτη ευτυχία. Μέσα στη νύχτα όμως το αγόρι άκουσε κάτι που δεν ήταν γνώριμος ήχος. Ξύπνησε και σηκώθηκε απο το κρεβάτι του να δεί τι ακριβώς ήτανε, πήγε να βγεί απο το δωμάτιο αλλά έξω απο το δωμάτιο δεν ακουγόταν τίποτα. Μπαίνει πάλι μέσα και άκουγε πάλι το ίδιο, δεν μπορούσε να καταλάβει ήτανε και απο που ερχότανε. Ηταν σαν ζώο που ανάσαινε βαριά. Αποφάσισε να ξυπνήσει την κοπέλα του και να βγούνε μαζί απο το δωμάτιο, δεν ήθελε να την αφήσει μόνη της.
Πλησίασε σιγά σιγά για να μην την τρομάξει και με τρόμο συνηδητοποίησε οτι ο ήχος έρχεται απο την αγαπημένη του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινότανε, την κοιτούσε ξανά και ξανά και όμως φαινότανε τόσο γαλήνια, και αυτός ο ήχος, τρομακτικός.
Τι να συμβαίνει άραγε σκεφτότανε. Την άλλη μέρα δεν είπε τίποτα στην κοπέλα περίμενε να έρθει το βράδυ να δεί αν θα ξαναγίνει το ίδιο ή αν όλα αυτά τα ονειρεύτηκε. Δυστυχώς όμως το ίδιο πράγμα συνεχίστηκε και το επόμενο βράδυ και το επόμενο και το παραεπόμενο, μέχρι που το παιδί άρχισε να το συνηθίζει και κοιμότανε και ο ίδιος δίπλα στη κοπέλα του σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
Για πολύ καιρό όλα ήταν παραπάνω απο καλά και ο καιρός πλησίαζε για το γάμο, οι προετοιμασίες είχαν ολοκληρωθεί και σε 2 Κυριακές ήταν το ευτυχές γεγονός. Ενα βράδυ λοιπόν που πέφτουν για ύπνο το αγόρι είχε πολύ ανήσυχο ύπνο, έβλεπε εφιάλτες και ακριβώς στις 3 η ώρα τα μεσάνυχτα, πετάχτηκε απο τον ύπνο του ιδρωμένος και τρομοκρατημένος με αυτά που είχε δεί. Το ίδιο συνεχίστηκε κάθε βράδυ και ακριβώς στις 3 η ώρα πεταγότανε απο τον ύπνο του. Του είχε φανεί παράξενο βέβαια που η κοπέλα του παρόλο που ξυπνούσε εκείνος μες στις φωνές εκείνη ποτέ δεν είχε καταλάβει τίποτα.
Το αγόρι είχε αρχίσει να μην νοιώθει καλά με όλη αυτή την κατάσταση αλλά παρόλο που ακόμα και η ίδια του η κοπέλα τον τρόμαζε βγάζοντας αυτό τον ήχο δεν ήθελε να της πεί τίποτα. Αποφάσισε να πάει σε κάποιον που ήξερε απο αυτά, είχε πειστεί πλέον οτι κάτι τους κυνηγάει κάποιο πνεύμα ήθελε να τους κάνει κακό. Αλλά όλα με τη σειρά τους σκέφτηκε πρώτα ήθελε να γίνει ο γάμος και μετά όλα τα άλλα.
Παραμονή του γάμου και το παιδί είχε εξαντληθεί, δεν κοιμότανε καλά. Αποφάσισε να πάρει κάποιο φάρμακο να κοιμηθεί για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της επόμενης
μέρας, μόνο που αυτή τη φορά το όνειρο ήταν πολύ αληθινό. Το σκηνικό ήταν το ίδιο, έβλεπε ανθρώπους παλουκωμένους ακόμα ζωντανούς να ουρλιάζουν για την ζωή τους, βασανιστήρια και αίμα παντού να κυλάει σαν ποτάμι ανάμεσα απο τα πόδια του, και ήταν όλοι άντρες μόνο άντρες παθαίνανε όλα αυτά τα δεινά.
Σε μια στιγμή βλέπει μια γυναίκα να τον πλησιάζει και να του λέει ''Μην παντρευτείς αυριο αυτή τη γυναίκα αν θέλεις να ζήσεις''
''Γιατί'' ρώτησε το αγόρι '' είμαι πολύ ευτυχισμένος μαζί της, την αγαπάω''
''Ολοι αυτοί που βλέπεις να βασανίζονται γύρω σου, κάποτε ήταν κι αυτοί ευτυχισμένοι μαζί της και εκείνους τους είχα προειδοποιήσει αλλά κανείς μέχρι σήμερα δεν με άκουσε και τώρα βασανίζονται αιώνια''
''Μα ποια είσαι?''
''Δεν έχει σημασία ποιά είμαι εγώ, σημασία έχει με ποια έχεις να κάνεις εσύ, σήκω και φύγε πριν να είναι αργά''
Συνέχισε να βλέπει όλη αυτή τη φρίκη γύρω του και δεν μπορούσε άλλο. Πετάχτηκε από τον ύπνο του και αντίκρισε κάτι απρόσμενο, η κοπέλα του ήταν ξύπνια και ήταν ακριβώς από πάνω του και τον κοιτούσε με βλέμμα που ποτέ δεν τον είχε ξανακοιτάξει και του λέει ''ετοιμάζεσαι να φύγεις?''
''Όχι'' της απάντησε το παιδί
Την άλλη μέρα όλοι είχαν πάει στο γάμο και όλα ήταν έτοιμα. Το αγόρι όμως έφυγε την ώρα που η αγαπημένη ξανακοιμήθηκε και δεν κοίταξε πίσω του.
Όταν ξύπνησε η κοπέλα και κατάλαβε ότι το αγόρι είχε φύγει δεν μπορούσε να το πιστέψει έπρεπε να βρεί γρήγορα κάποιον άλλο να την ερωτευτεί γιατί αλλιώς ο καιρός έφτανε κι εκείνη έπρεπε να πιεί το αίμα του αν ήθελε να ζήσει.