Μπορεί σε κάποιους ο όρος της κατάρας να δείχνει κάτι το ξένο ή και το αστείο. Για εμάς όμως, τις γυναίκες τις γειτονιάς, το σπίτι στο δρόμο που μένουμε είναι μαχαιριά στη καρδιά μας εδώ και αμέτρητα πια χρόνια.
Και αυτό γιατί ξέρουμε πως έπειτα απ’όσα έγιναν είναι σίγουρα καταραμένο. Τρεις οικογένειες έχει καταφέρει να ξεκληρίσει… Άλλοι πνίγηκαν στη θάλασσα, άλλοι πήγαν από σφαίρα ή λάμα. Η συγχωρεμένη η μάνα μου έλεγε πως η τελευταία οικογένεια που το κληρονόμησε είχε ένα γιο. Έναν όμορφο γιο, καλοσυνάτο και ευγενέστατο. Έπαιζε με τα άλλα παιδιά στη γειτονιά κυνηγητό, μπάλα, κρυφτό, αμπάριζα… Η μάνα μου έλεγε πως στη γειτονιά άκουγε χαρούμενες παιδικές φωνές και οι γειτόνισσες χαμογελούσαν μεταξύ τους λέγοντας πως επιτέλους η κατάρα είχε σπάσει για τα καλά.
Αυτό πίστευαν μέχρι που το παιδί έγινε 20 ετών. Ήταν βαρυχειμωνιά, όταν ο πατέρας του βρέθηκε νεκρός και παγωμένος στο κατώι του σπιτιού. Ο χωροφύλακας που ήρθε από μακριά αδυνατούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Ένα χρόνο μετά η μάνα του μικρού αρρώστησε βαριά. Άλλαξαν τα πάντα γύρω της. Το χρώμα, τα μαλλιά της… Ποτέ κανείς δεν έμαθε από τι έπασχε. Πέντε χρόνια βάστηξε να λιώνει μέρα με τη μέρα και αποχαιρέτησε το μάταιο τούτο κόσμο. Ο γιος, σχεδόν 25 χρόνων νέος, δεν άντεξε. Πάλεψε όσο μπορούσε. Η μάνα μου μετά από χρόνια μου είπε ότι οι άντρες της γειτονιάς έσπασαν τη πόρτα του σπιτιού και τον βρήκαν να αιωρείται από το κεντρικό δοκάρι της ξύλινης οροφής.
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Μέχρι και εγώ γέρασα, που τότε ήμουν αγέννητη. Είναι όμως μερικά βράδια που ακούω τον αέρα να περνά μέσα από τις ερειπωμένες γρίλιες και είναι σαν να τρυπάει το αυτί μου το χοντρό σχοινί που βόγκαγε από το βάρος του σώματος του νέου. Γι αυτό σου λέω παιδί μου. Το σπίτι αυτό είναι κακοχρονισμένο. Να μην περνάς ούτε απ’ έξω.
Της Ειρήνης Φ. Κακιούτη όπως τα διηγήθηκε η Κατερίνα Θ.